“Το μυστήριο του Ιησού είναι κρυμμένο και δεν εκφράζεται με κανένα λόγο και καμιά νόηση, αλλά και προφερόμενο μένει άρρητο και νοούμενο μένει άγνωστο” (Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης).
Όταν αποτολμούμε να προσεγγίσουμε ένα μυστήριο, είναι δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε να το κατανοήσουμε εξολοκλήρου, τουλάχιστον με τα γνωστά μέσα κατανόησης που διαθέτουμε για να προσεγγίζουμε τον αισθητό κόσμο γύρω μας. Η λογική που πηγάζει από τη μαρτυρία των αισθήσεών μας, δεν μπορεί να χωρέσει οτιδήποτε ξεπερνάει τα πεπερασμένα όριά της.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πώς όταν προσεγγίζουμε το μυστήριο της γέννησης ή αλλιώς της ενανθρώπησης του Υιού του Θεού, το δέος που μας καταλαμβάνει είναι απροσμέτρητο σε σημείο που να νιώθουμε ασφαλέστερη την εγκατάλειψή του! Και όντως, είναι καλύτερο να μείνουμε μακριά από αυτό που δεν χωράει ο υλιστικός νους μας, παρά να το συντρίψουμε στα περιορισμένα μέτρα και σταθμά μας ή εν κατακλείδι να το απορρίψουμε εφόσον απειλεί τη νοητική μας ακεραιότητα!
Η μόνη θεμιτή προσέγγιση αυτού του μυστηρίου είναι η βιωματική, εκείνη δηλαδή που πηγάζει από μία ακατανόητη και ανυπέρβλητη ανάγκη να διεισδύσουμε, όσο το δυνατόν, στην ουσία του. Τότε μόνο υπάρχει η δυνατότητα να μας αποκαλυφθεί κάτι από την πραγματικότητά του και αυτό στον βαθμό που νιώθουμε ότι η ύπαρξή μας πράγματι εξαρτάται από αυτή την αποκάλυψη.